φανταστικός

φανταστικός
-ή, -ό / φανταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός -ή, -ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, -ομαι]
αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία
νεοελλ.
1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος («φανταστικός κίνδυνος»)
2. αυτός που παριστάνει ή παρουσιάζει υπερφυσικές μορφές ή καταστάσεις («φανταστικό διήγημα»)
3. φρ. α) «φανταστικός αριθμός»
μαθημ. κάθε αριθμός τής μορφής ia, όπου i είναι η φανταστική μονάδα
β) «φανταστική μονάδα»
μαθημ. ο συμβατικός αριθμός i που ορίζεται από τη σχέση i2= -1
γ) «φανταστικά είδωλα»
φυσ. οπτικά είδωλα που, σε αντιδιαστολή προς τα πραγματικά, δεν είναι δυνατόν να σχηματιστούν πάνω σε ένα πέτασμα και τα οποία δεν σχηματίζονται από την εστίαση τών ίδιων τών φωτεινών ακτίνων, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα αποκλίνουσες, αλλά τών προεκτάσεών τους, δίνοντας έτσι την εντύπωση στον παρατηρητή ότι προέρχονται από μια περιοχή από την οποία δεν είναι δυνατόν να διέρχονται
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φανταστικόν
η ψυχική ικανότητα τής αναπαράστασης με τον νου πραγμάτων ή γεγονότων, φαντασία
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ φανταστική
το φανταστικόν*.
επίρρ...
φανταστικώς / φανταστικῶς ΝΜΑ, και φανταστικά Ν
με την φαντασία, μέσω τής φαντασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταστικός — one who makes a parade masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… …   Dictionary of Greek

  • φανταστικά — φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc pl φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc/acc dual φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικῶν — φανταστικός one who makes a parade fem gen pl φανταστικός one who makes a parade masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικόν — φανταστικός one who makes a parade masc acc sg φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικαῖς — φανταστικός one who makes a parade fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικαί — φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικοῖς — φανταστικός one who makes a parade masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικοί — φανταστικός one who makes a parade masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”